πηλικότης

πηλικότης
πηλικ-ότης, ητος, ,
A magnitude, size, A.D.Pron.26.13, Gal.1.333, Sch.Ar.Pl.377 : opp. ποσότης (quantity), Nicom.Ar.1.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πηλικότης — magnitude fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλικότης — ητος, ἡ, Α [πηλίκος] 1. μέγεθος 2. ηλικία 3. ο λόγος μιας αναλογίας …   Dictionary of Greek

  • πηλικοτήτων — πηλικότης magnitude fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλικότησι — πηλικότης magnitude fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλικότησιν — πηλικότης magnitude fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλικότητα — πηλικότης magnitude fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλικότητας — πηλικότης magnitude fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλικότητες — πηλικότης magnitude fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλικότητι — πηλικότης magnitude fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλικότητος — πηλικότης magnitude fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”